- μούμια
- momie
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μούμια — η 1. πτώμα που έχει περάσει από επεξεργασία ταρίχευσης, βαλσαμωμένο πτώμα: Οι μούμιες των φαραώ τοποθετούνταν στις πυραμίδες. 2. μτφ., άνθρωπος ζαρωμένος, κοκαλιάρης, ασχημομούρης: Πώς ερωτεύτηκες αυτή τη μούμια; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μούμια — η 1. (αρχαιολ. εθνολ.) σώμα ανθρώπου ή ζώου που έχει ταριχευθεί ή έχει υποστεί κατάλληλη επεξεργασία για ενταφιασμό, σύμφωνα με τη μέθοδο τών αρχαίων Αιγυπτίων 2. άνθρωπος ζαρωμένος και άσχημος 3. (για δήλωση πλήρους ακινησίας) στήλη άλατος,… … Dictionary of Greek
Τούθμωσις — Όνομα Αιγύπτιων φαραώ της 18ης δυναστείας. Αναφέρονται και με τα ονόματα Θούθμωσις και Τουθ Μες. 1. Τ. A’. Διαδέχτηκε στον θρόνο τον πατέρα του Αμέναθι και βασίλευσε από το 1540 έως το 1515 π.Χ. Είχε επεκτείνει τις κτήσεις της Νουβίας και είχε… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
εκταριχεύω — ἐκταριχεύω (Μ) 1. ταριχεύω 2. (το παθ. μτφ.) γίνομαι από την ασιτία κάτισχνος, σαν μούμια («ἐκτεταριχευμένος ἀπαστίᾳ» σαν μούμια, σαν τσίρος από την πείνα, Νικ. Χων.) … Dictionary of Greek
μομία — και μομμία, η η μούμια. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. μούμια] … Dictionary of Greek
μομιοποιώ — και μομμιοποιώ, έω μεταβάλλω πτώμα ανθρώπου ή ζώου σε μούμια με ταρίχευση ή βαλσάμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μομία «μούμια» + ποιώ] … Dictionary of Greek
μουμιοποίηση — Μέθοδος η οποία αποβλέπει στη συντήρηση του σώματος του νεκρού και η οποία χρησιμοποιήθηκε από πολλούς λαούς, αρχαίους και σύγχρονους. Η μ. μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους με τη θερμότητα (αποξήρανση του πτώματος με τον καπνό ή την έκθεση στην … Dictionary of Greek
Αμέντι και Αμένθης — Στην αιγυπτιακή μυθολογία ήταν η χώρα της Δύσης, ο τόπος όπου κατέληγαν οι νεκροί. Για να ξαναζήσει ο νεκρός, οι αρχαίοι Αιγύπτιοι διατηρούσαν τη μούμια μέσα στον τάφο, πιστεύοντας ότι γίνεται επιφοίτηση του διπλού (Κα = ακριβές ομοίωμα του… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek
μομιοποίηση — και μομμιοποίηση, η [μομιοποιώ] η μετατροπή ενός πτώματος ανθρώπου ή ζώου σε μούμια και ειδικότερα το σύνολο τών φαινομένων που παρουσιάζονται σε ένα πτώμα τοποθετημένο σε πολύ ξηρό ή πολύ θερμό περιβάλλον ή και κάθε φορά που εμποδίζεται η δράση… … Dictionary of Greek